Αποσπάσματα από το βιβλίο: Α.Ντόμπσον, «Πράσινη Πολιτική Σκέψη», Εκδόσεις Πράσινο Ινστιτούτο

του Αποστόλη Λούλη

Με τους καθιερωμένους πολιτικούς όρους και προκειμένου να βοηθή σουμε στη διάκριση του οικολογισμού από άλλες πολιτικές ιδεολογίες είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τη διαδεδομένη πράσινη διεκδίκηση να υπερβούμε το πολιτικό φάσμα μεταξύ δεξιάς και αριστεράς: «Κάνοντας έκκληση για μια οικολογική, μη βίαιη, μη εκμεταλλευτική κοινωνία οι Πράσινοι (die Grünen) υπερβαίνουν το τόξο που εκτείνεται από τα αριστερά μέχρι τα δεξιά» (Spretnak and Capra, 1985, σ. 3). O Jonathοn Porritt το ερμηνεύει αυτό ως μία υπέρβαση του καπιταλισμού και του κομουνισμού και επισημαίνει ότι «η αντιπαράθεση μεταξύ των πρωταγωνιστών του καπιταλισμού και του κoμουνισμού δημιουργεί τόση έξαρση όσο ο διάλογος μεταξύ Τουίντλνταμ και Τουίντλντι» (Porritt, 1984a, σ. 44)1. Βάση για τον ισχυρισμό αυτό αποτελεί το ότι μέσα από μια συγκεκριμένη πράσινη οπτική οι ομοιότητες μεταξύ κομουνισμού και καπιταλισμού μπορεί να παρουσιαστούν μεγαλύτερες από τις διαφορές τους.

Και οι δύο πιστεύουν στη βιομηχανική ανάπτυξη, στην ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, στην υλιστική ηθική ως το καλύτερο μέσον ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών, και στην ανεμπόδιστη τεχνολογική ανάπτυξη. Και οι δύο στηρίζονται σε αυξανόμενο συγκεντρωτισμό και σε μεγάλης κλίμακας γραφειοκρατικό έλεγχο και συντονισμό. Από την άποψη ενός στενού επιστημονικού ορθολογισμού, και οι δύο επιμένουν ότι ο πλανήτης είναι εδώ για να κατακτηθεί, ότι το μεγάλο είναι αυταπόδεικτα όμορφο, και ότι αυτό που δεν μπορεί μετρηθεί δεν έχει καμία σημασία. (Porritt, 1984a, σ. 44)

Άυτός ο τρόπος ζωής αποκαλείται γενικά «βιομηχανισμός» και ο Porritt φτάνει στο σημείο να τον χαρακτηρίσει «υπερ-ιδεολογία» εντός της οποίας εγγράφονται ο κομουνισμός και ο καπιταλισμός, ενώ αλλού τον ορίζει ως «προσχώρηση στην πεποίθηση ότι οι ανθρώπινες ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο μέσω της συνεχούς διόγκωσης της διαδικασίας παραγωγής και κατανάλωσης» (στο Goldsmith and Hildyard, 1986, σ. 343-344). Η παρατήρηση αυτή είναι κεντρική στην πράσινη ιδεολογία και αναδεικνύει συγχρόνως το σημείο εστίασης της «επίθεσης» κατά της σύγχρονης κοινωνίας και πολιτικής –τον βιομηχανισμό–, καθώς και τον ισχυρισμό ότι ο οικολογισμός αμφισβητεί τις παραδοχές με τις οποίες ζήσαμε επί τουλάχιστον δύο αιώνες. Οι οικολογιστές υποστηρίζουν ότι η συζήτηση περί των πλεονεκτημάτων του κομουνισμού ή, αντίστοιχα, του καπιταλισμού είναι κάπως σαν να αναδιατάσσουμε τις πολυθρόνες στο κατάστρωμα του Τιτανικού: ο βιομηχανισμός, επισημαίνουν, πάσχει από την αντίφαση του να υπονομεύει το ίδιο το περιβάλλον εντός του οποίου είναι εφικτός, καταναλώνοντας με τρόπο μη ανανεώσιμο ένα πεπερασμένο απόθεμα πόρων σ’ έναν κόσμο που δεν έχει απεριόριστη ικανότητα απορρόφησης των αποβλήτων που παράγει η βιομηχανική διαδικασία.

Παρόλο που το πράσινο κίνημα μοιάζει να αντιλαμβάνεται τα ζεύγη «δεξιά – αριστερά» και «καπιταλισμός – κομουνισμός» ως συνώνυμα, σκοπεύω να τα διερευνήσω χωριστά, αν μη τι άλλο επειδή οι όροι που θα χρησιμοποιηθούν κατά την εξέτασή τους θα είναι διαφορετικοί. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι οι πράσινοι ισχυρισμοί και στις δύο περιπτώσεις δέχονται κριτική, ιδιαίτερα όσον αφορά στο δεύτερο ζευγάρι, και ειδικά από την αριστερά.

Άπό μία άποψη, μπορούμε να μιλάμε χωρίς πρόβλημα για το πράσινο κίνημα με την περί αριστεράς και δεξιάς ορολογία, αφού οι όροι που χρησιμοποιούμε για να συζητήσουμε τις διαφορές μεταξύ των δύο μπορούν εύκολα να αποδοθούν και σε αυτό. Έάν, για παράδειγμα, θεωρήσουμε την ισότητα και την ιεραρχία ως χαρακτηριστικά που θεωρούνται αξιέπαινα από την αριστερή και από τη δεξιά σκέψη αντίστοιχα, τότε ο οικολογισμός ανήκει σαφώς στην αριστερά, αφού υποστηρίζει μορφές ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, όπως και μεταξύ των ανθρώπων και των άλλων ειδών. Ωστόσο, το να υποστηρίξουμε ότι ο οικολογισμός εντάσσεται αναμφισβήτητα στην αριστερά δεν είναι και τόσο απλό. Για παράδειγμα, η πράσινη πολιτική αντιτίθεται κατ’ αρχήν σε οποιαδήποτε, εκτός από την πλέον ήπια, παρέμβαση στον κοινωνικό και φυσικό κόσμο εκ μέρους των ανθρώπων. Άπό την εποχή της Γαλλικής Έπανάστασης αποτέλεσε θέση της αριστερής σκέψης ότι τα περί ύπαρξης μιας δομημένης φυσικής τάξης πραγμάτων στην οποία οι άνθρωποι οφείλουν να προσαρμόζονται, και όχι να παρεμβαίνουν, είναι μεσαιωνικές ασυναρτησίες που χρησιμοποιήθηκαν από τη δεξιά για να εξασφαλίσει και να κατοχυρώσει προνόμια. Η αριστερά έχει με επιμονή υποστηρίξει ότι ο κόσμος υφίσταται για να κατασκευαστεί εκ νέου κατ’ εικόνα του «ανθρώπου» (“man”, άνδρα συνήθως), με σχέδια που εκπονούν «άνθρωποι» (“men”, άνδρες συνήθως), και στο πλαίσιο αυτό η μόνη αναφορά που γίνεται σε κάποια φυσική τάξη παραπέμπει σε μιαν αφηρημένη έννοια, εκτός του χρόνου και του χώρου.

Η επιδίωξη των ριζοσπαστών πρασίνων να τοποθετήσουν το ανθρώπινο είδος στη «σωστή του θέση» μέσα στη φυσική τάξη και να καλλιεργήσουν μία αίσθηση ταπεινοφροσύνης απέναντί της φαίνεται «δεξιά» σε αυτό το πλαίσιο:

Η πεποίθηση ότι είμαστε «ξεχωριστοί» από την υπόλοιπη δημιουργία αποτελεί εγγενές γνώρισμα της κυρίαρχης παγκόσμιας τάξης, μιας ανθρωποκεντρικής φιλοσοφίας. Οι οικολόγοι υποστηρίζουν ότι αυτή η τελικά καταστροφική πεποίθηση πρέπει να ξεριζωθεί και να αντικατασταθεί από μια βιοκεντρική φιλοσοφία, μια φιλοσοφία με κέντρο τη ζωή. (Porritt, 1984a, σ. 206)

Μόνο κακόπιστα μπορεί να κατηγορηθούν οι οικολόγοι ότι χρησιμοποιούν την ιδέα αυτή για να προστατεύσουν τα πλούτη και τα προνόμια, όμως η αντίληψη ότι το ανθρώπινο είδος εντάσσεται σε έναν προκαθορισμένο και εξαιρετικά πολύπλοκο κόσμο, στον οποίο παρεμβαίνουμε δια- κινδυνεύοντας, είναι οπωσδήποτε μια δεξιά αντίληψη. Ο Joe Weston, γράφοντας από μία σοσιαλιστική οπτική, το θέτει ως εξής:

Η πράσινη ανάλυση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζητημάτων κινείται, σαφώς, μέσα στο ευρύ πλαίσιο της δεξιάς ιδεολογίας και φιλοσοφίας. Η πίστη στα «φυσικά» όρια των ανθρώπινων επιτευγμάτων, η άρνηση του ταξικού διαχωρισμού και η ρομαντική αντιμετώπιση της «φύσης», όλα έχουν τις ρίζες τους στους συντηρητικούς και φιλελεύθερους πολιτικούς χώρους. (Weston, 1986, σ. 24)

Οι John Gray (1993b) και Roger Scruton (2006) επέλεξαν κάποιες από αυτές τις θέσεις και τις μετέτρεψαν σε αρετές μέσα από μια συντηρητική προσέγγιση. Ο Gray υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις «βαθιές συνάφειες» μεταξύ της πράσινης και της συντηρητικής σκέψης. Η πρώτη είναι ότι «τόσο ο συντηρητισμός όσο και η πράσινη θεωρία βλέπουν τη ζωή των ανθρώπινων όντων σε μια πολυ-δια-γενεακή προοπτική». Η δεύτερη είναι ότι «τόσο οι συντηρητικοί όσο και οι πράσινοι στοχαστές απορρίπτουν το πρότυπο του φιλελεύθερου ατομικισμού, το κυρίαρχο υποκείμενο, αυτόνομο φορέα δράσης, από τις επιλογές του οποίου πηγάζει οτιδήποτε έχει αξία». Και η τρίτη είναι ότι «τόσο οι πράσινοι όσο και οι συντηρητικοί θεωρούν πως η αποφυγή της διακινδύνευσης συνιστά την οδό της σύνεσης όταν οι νέες τεχνολογίες ή οι καινούργιες κοινωνικές πρακτικές έχουν συνέπειες μεγάλες και απρόβλεπτες» (Gray, 1993b, σ. 136-137). Παρότι ο Gray δεν περιλαμβάνει στον κατάλογό του και μια κοινή αντίθεση στον «αλαζονικό ανθρωπισμό», θα μπορούσε να το είχε κάνει (ό.π., σ. 139). Οι ομοιότητες που εντοπίζει ο Gray είναι σωστά επιλεγμένες, όμως στις λεπτομέρειες υπάρχουν πολλά που μπορούν να τροφοδοτήσουν μια μακρά αντιπαράθεση μεταξύ πολιτικών οικολογιστών και συντηρητικών (Τι ακριβώς θα μπορούσε να αντικαταστήσει το πρότυπο του φιλελεύθερου ατόμου; Ποιοι πρόκειται να είναι οι κανόνες κατανομής από γενιά σε γενιά;) – και, βέβαια, δεν γίνεται καμία απολύτως αναφορά στον οικοκεντρισμό (ως θεμελιώδες διακριτικό χαρακτηριστικό). Θα εξετάσω τη σχέση μεταξύ οικολογισμού και συντηρητισμού λεπτομερέστερα στο κεφάλαιο 5. Σε γενικές γραμμές θα δεχθούμε, για την ώρα, ότι η δυσκολία να χαρακτηρισθεί ο οικολογισμός είτε σαφώς αριστερός είτε δεξιός είναι απότοκη της διφορούμενης σχέσης του με την παράδοση του Διαφωτισμού, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή, και συνάδει με την εικόνα που έχει για τον εαυτό του ως αμφισβητία κατεστημένων αντιλήψεων της παράδοσης αυτής.

Δεύτερον, ο πράσινος ισχυρισμός ότι υπερβαίνει και τον καπιταλισμό και του κομουνισμό, με την έννοια ότι ο οικολογισμός αμφισβητεί ένα κυρίαρχο στοιχείο κοινό και στα δύο συστήματα (τον βιομηχανισμό), έχει προκαλέσει έντονη κριτική από την αριστερά. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι δύο. Ο πρώτος είναι ότι επαναφέρει δυσάρεστες αναμνήσεις από τα περί «τέλους της ιδεολογίας» λεγόμενα στη δεκαετία του 1960. Η αριστερά έχει υποστηρίξει ότι η ίδια αυτή η τοποθέτηση είναι ιδεολογική, με την έννοια ότι θέτει ένα προσχηματικό επικάλυμμα συναίνεσης ως προς τους βασικούς στόχους της κοινωνίας και με αυτόν τον τρόπο συσκοτίζει και απονομιμοποιεί εναλλακτικές στρατηγικές. Η πεποίθηση περί του «τέλους της ιδεολογίας» βρήκε στήριγμα στην περί σύγκλισης θεωρία, η οποία ισχυριζόταν ότι τα κομουνιστικά και καπιταλιστικά έθνη είχαν αρχίσει να συγκλίνουν μέσα από παρεμφερείς πορείες κοινωνικής και πολιτικής δράσης. Η αριστερά ισχυρίστηκε ότι τέτοιου είδους αναλύσεις εξυπηρετούσαν την παγίωση των υπαρχουσών σχέσεων εξουσίας –ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές χώρες– και επομένως επιτελούσαν μία συντηρητική κοινωνική λειτουργία. Για τους σοσιαλιστές δεν υπάρχει σημαντικότερος πολιτικός αγώνας από αυτόν μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας – και οποιαδήποτε πολιτική ισχυρίζεται ότι υπερβαίνει αυτόν τον αγώνα αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Ο ισχυρισμός ότι τα συμφέροντα κεφαλαίου και εργασίας έχουν κατά κάποιον τρόπο συγκλίνει ισοδυναμεί, σύμφωνα με τη σοσιαλιστική οπτική, με προδοσία του σχεδίου απελευθέρωσης της εργασίας από το κεφάλαιο. Τα συμφέροντα του κεφαλαίου και της εργασίας δεν είναι τα ίδια, ωστόσο η πράσινη πεποίθηση ότι αμφότερα εγγράφονται στην υπεριδεολογία του βιομηχανισμού τα κάνει να μοιάζουν τέτοια.

Κατά βάση, υποδεικνύει ο Joe Weston, το λάθος του πράσινου κινήματος είναι ότι αρνείται μια ταξική ανάλυση της κοινωνίας. «Υποστηρίζει ότι οι παραδοσιακοί ταξικοί διαχωρισμοί έχουν φτάσει σ’ ένα τέλος» (Weston, 1986, σ. 22) και χρησιμοποιεί τον όρο «βιομηχανική κοινωνία … για να διακρίνει τη σύγχρονη κοινωνία από τον ορθόδοξο καπιταλισμό – δεν πρόκειται για ουδέτερο όρο» (ό.π.). Δεν είναι ουδέτερος, αφού απομακρύνει τον καπιταλισμό από τα πυρά της κριτικής κι έτσι συμβάλλει στην επιβίωση και αναπαραγωγή του. Παρόμοια, η αρχική θεωρία για το «τέλος της ιδεολογίας» συνοδευόταν από μιαν ανάλυση σχετικά με το πώς διαμορφώνονται οι πολιτικές και πώς διευθετούνται οι κοινωνικές συγκρούσεις συναθροιζόμενες υπό τον όρο «πλουραλισμός». Οι σοσιαλιστές ανέκαθεν θεωρούσαν την περιγραφή αυτή ύποπτη, κυρίως επειδή θεωρεί δεδομένη την ύπαρξη μιας καταφανώς δημοκρατικής ποικιλομορφίας και ανοιχτοσύνης, εξυπηρετώντας τη συγκάλυψη της καπιταλιστικής ιεραρχίας πλούτου και δύναμης που βασίζεται στην κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας.

Δεν είναι τυχαίο επομένως, κατά τον Weston, ότι η θεωρία του πράσινου κινήματος περί «βιομηχανισμού», η οποία έχει συνοδευτεί από την εγκατάλειψη της ταξικής ανάλυσης της κοινωνίας, καταλήγει επίσης σε μια πολιτική πρακτική που αναζητά στήριξη στις ομάδες πίεσης του πλουραλισμού. Άπό αυτή την άποψη δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του Daniel Bell και του Jonathon Porritt. Κατ’ αρχάς, η επίθεση του Porritt στον βιομηχανισμό τον εμποδίζει να αντιληφθεί ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός. Δεύτερον, η αδυναμία του να προχωρήσει σε μια ταξική ανάλυση της κοινωνίας τον οδηγεί στο αδιέξοδο της πολιτικής των ομάδων πίεσης. Τρίτον –και πιθανόν το σοβαρότερο από μια σοσιαλιστική οπτική–, όχι μόνο δεν επιτίθεται στον καπιταλισμό όπως θα όφειλε, αλλά συμβάλλει κιόλας στην επιβίωσή του, εκτρέποντας από αυτόν την κριτική.

Ο Porritt πρόσφατα απομακρύνθηκε από τη διεξοδική κριτική του καπιταλισμού προς μιαν επιφυλακτική αποδοχή του (Porritt, 2005). Πρόκειται, ισχυρίζεται, για «το μοναδικό οικονομικό παιχνίδι που υφίσταται» (Porritt, 2005, σ. ΧΙV), οπότε εάν δεν υπάρχει ελπίδα για έναν βιώσιμο καπιταλισμό, τότε δεν υπάρχει ελπίδα για βιωσιμότητα, τελεία και παύλα. Περισσότερο αριστερόφρονες πράσινοι, όπως οι Derek Wall (2005) και Saral Sarkar (1999), θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός είναι μέρος μάλλον του προβλήματος παρά της λύσης, κυρίως επειδή η τάση για συσσώρευση κεφαλαίου αναπτύσσεται χωρίς αναφορά ή σεβασμό στους περιορισμούς που επιβάλλονται από έναν πεπερασμένο πλανήτη (η θέση «όρια στην ανάπτυξη»).

Έπομένως, η πεποίθηση της αριστεράς ότι δεν είναι δυνατόν να υπερβούμε τον καπιταλισμό όσο αυτός συνεχίζει να υπάρχει την καθιστά καχύποπτη απέναντι σε ισχυρισμούς περί του αντιθέτου. Ο David Pepper, για παράδειγμα, υποστήριξε ότι δεν πρέπει να βλέπουμε «τις περιβαλλοντικές ανησυχίες και προτάσεις … υπέρτερες ή αποκομμένες από τους παραδοσιακούς πολιτικούς προβληματισμούς, αλλά απότοκες και χρησιμοποιούμενες κατά κόρον ως μέσα προώθησης των συμφερόντων της μιας ή της άλλης παραδοσιακής πολιτικής παράταξης» (Pepper, 1984, σ. 187).

Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η αριστερά είναι ότι ο οικολογισμός εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κατεστημένου στρέφοντας την προσοχή μας έξω από το πραγματικό πεδίο της σύγκρουσης για την κοινωνική αλλαγή – τις σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Θα μπορέσουμε να αποτιμήσουμε καλύτερα τον πράσινο ισχυρισμό περί υπέρβασης αυτού του πεδίου σύγκρουσης στο κεφάλαιο 3, όταν εκθέσουμε την ανάλυση του οικολογισμού για την κρίση και τις λύσεις με τις οποίες συντάσσεται, ενώ επί του θέματος της σχέσης του οικολογισμού με τον σοσιαλισμό θα επεκταθώ στο κεφάλαιο 5. Για την ώρα, πάντως, επισημαίνουμε ως αναμφίβολα κεντρικό χαρακτηριστικό του οικολογισμού τη θέση του πως η «υπερ-ιδεολογία» του βιομηχανισμού πρέπει να αποδυναμωθεί. Και έχει υπάρξει σχετικά εύκολο για τους πράσινους θεωρητικούς να καταδείξουν τον υψηλό βαθμό περιβαλλοντικής υποβάθμισης στην Άνατολική Έυρώπη, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι –από αυτή τη σκοπιά– δεν υφίσταται θέμα επιλογής μεταξύ καπιταλισμού και κομουνισμού. Δεν συνεπάγεται κάποια σημαντική διαφορά το ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής, λένε, εάν η παραγωγική διαδικασία αυτή καθ’ αυτήν στηρίζεται στην αποδόμηση των προϋποθέσεων της ίδιας της ύπαρξής της.

Σχολιάστε